- οπάλιο
- Ορυκτό από πυρίτιο (SiO2) και έναν αριθμό μορίων ύδατος που ποικίλλει απ 1-21% του βάρους του ορυκτού· στερείται κρυσταλλικής δομής, είναι δηλαδή άμορφο. Προέρχεται από την αποξήρανση διαλυμάτων πυρίτιου και σχηματίζει αποθέματα επίθεσης. Όταν συναντάται καθαρό, είναι άχρωμο με λάμψη υαλώδη, ενώ όταν περιέχει προσμείξεις μπορεί να παρουσιάζει διάφορους χρωματισμούς (λευκό-υποκύανο, ερυθροκαστανόχρωμο κλπ.). Υπάρχουν πολλές ποικιλίες ο.: ευγενές o., υποκύανο έως υπόλευκο, το οποίο εμφανίζει το φαινόμενο του ιριδισμού με λαμπρή μετάλλαξη χρωμάτων, που οφείλεται στην παρουσία λεπτών ρωγμών (η ποικιλία αυτή χρησιμοποιείται ως διακοσμητική πέτρα)· το πυροπάλιο, με έντονο ερυθροπόρφυρο χρώμα έως υακινθέρυθρο· το υδροφανές,που είναι γαλακτόχρωμο, ο υελίτης, άχρωμος, ο γκεϊζερίτης, πυριτικό ίζημα που αποθέτεται από τα νερά των γκέιζερ· και το κοινό και πολύ διαδεδομένο o., υποκιτρινόλευκο ή πράσινο (πρασοπάλιο) ή ερυθρό ή ερυθροκαστανόχρωμο (ιασποπάλιο).
Οπάλλιος. Το ορυκτό αυτό όταν είναι καθαρό είναι άχρωμο, διάφορες ποικιλίες του όμως παρουσιάζονται με αρκετά ποικίλους χρωματισμούς.
Dictionary of Greek. 2013.